- ασματογράφος
- οαυτός που γράφει άσματα, ποιήματα (κυρίως εκκλησιαστικά): Μερικοί από τους ασματογράφους της χριστιανικής εκκλησίας είναι αξιόλογοι ποιητές,
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.